Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διχθὰ δέ μοι κραδίη μέμονε

См. также в других словарях:

  • διχθά — επίρρ. (Α) [δις] 1. σε δύο μέρη («διχθά δεδέαται» χωρισμένοι στα δύο) 2. με δύο τρόπους («διχθὰ δὲ μοι κραδίη μέμονε» η καρδιά μου αμφιταλαντεύεται) …   Dictionary of Greek

  • μέμονα — (Α) (ποιητ. και ιων. παρακμ. με σημ. ενεστ. μόνο στον εν., ενώ στον πληθ. έχει τύπους από το μέμαα) 1. επιθυμώ πάρα πολύ, ποθώ («μέμονέν τε μάχεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. προσπαθώ, επιδιώκω 3. προθυμοποιούμαι 4. έχω ροπή, διάθεση για κάτι 5. προτίθεμαι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»